Απόφαση 324/2021 του Συμβουλίου της Επικρατείας
Με την υπ’ αριθμ. 324/2021 Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία εξεδόθη επί αιτήσεως ακυρώσεως παρόχου υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά απόφασης της Αρχής, το Δικαστήριο έκρινε πως «…η υποχρέωση του παρόχου τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να διασφαλίζει αποτελεσματικά το απόρρητο των επικοινωνιών και συνεπώς η παραβίασή του επισύρει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 11 του ν. 3115/2003 διοικητικές κυρώσεις, έστω και αν ο πάροχος έχει προβεί σε κάποιες ενέργειες για τη διασφάλιση του απορρήτου και την αποτροπή των παραβιάσεων, όταν παρά ταύτα οι τελευταίες αποδεικνύονται κατ’ αποτέλεσμα ανεπαρκείς. Εξάλλου, εφόσον ορισμένο ζήτημα που άπτεται του απορρήτου των επικοινωνιών ρυθμίζεται από πολιτική διασφάλισης του απορρήτου των σταθερών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών που έχει εκπονηθεί από τον πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και εγκριθεί από την ΑΔΑΕ, η συμμόρφωση του εν λόγω παρόχου προς την υποχρέωσή του για τη διασφάλιση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών θα κριθεί ενόψει του συνόλου των ανωτέρω συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων αλλά και των κρίσιμων για το ζήτημα διατάξεων της ανωτέρω πολιτικής διασφάλισης απορρήτου.».
Απόφαση 73/2021 του Συμβουλίου της Επικρατείας
Με την υπ’ αριθμ. 73/2021 Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία εξεδόθη επί αιτήσεως ακυρώσεως παρόχου υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά απόφασης της Αρχής, το Δικαστήριο έκρινε πως «… από τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3115/2003 συνάγεται ότι επιβάλλεται υποχρέωση στους υποκειμένους στην ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ φορείς να ενημερώνουν αμέσως την Αρχή για οποιοδήποτε ζήτημα μπορεί να συμβάλει στην εκπλήρωση της αποστολής της, ιδίως δε όταν πρόκειται για περίπτωση παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών που διαπιστώνεται από τον ίδιο τον πάροχο των υπηρεσιών αυτών. Διαφορετική ερμηνεία των ως άνω διατάξεων ως προς την υποχρέωση άμεσης ενημέρωσης της ΑΔΑΕ θα είχε ως αποτέλεσμα να δυσχεράνει ή ακόμη και να καταστήσει αδύνατο τον έλεγχο των περιστατικών παραβίασης απορρήτου από την ΑΔΑΕ και κατ’ επέκταση να παρεμποδίσει την αποτελεσματική άσκηση του έργου της Αρχής, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος. Το δε έργο ης Αρχής είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τις αρμοδιότητες και ενέργειες άλλων αρχών, έστω και δικαστικών, που επίσης επιλαμβάνονται τέτοιων περιστατικών παραβίασης απορρήτου των επικοινωνιών. Κατ’ ακολουθίαν, ο παρατιθέμενος στην προηγούμενη σκέψη λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου μάλιστα ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι η ανακριτική αρχή απαγόρευσε στην αιτούσα, ενόψει της μυστικότητας της ποινικής διαδικασίας, να ενημερώσει την ΑΔΑΕ και επέβαλε τη μη παρουσία της Αρχής κατά την κατάσχεση των μέσων παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών…».
Απόφαση 2431/2020 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών
Με την υπ’ αριθμ. 2431/2020 Απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών η οποία εξεδόθη κατόπιν προσφυγής παρόχου υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά απόφασης της Αρχής με ην οποία επεβλήθη διοικητικό πρόστιμο κατόπιν τακτικού ελέγχου εφαρμογής της Πολιτικής Ασφάλειας του παρόχου, το Δικαστήριο έκρινε πως «…το γεγονός δε της εκ των υστέρων μερικής συμμόρφωσης της εταιρείας με τη λήψη βελτιωτικών μέτρων για κάποιες αποκλίσεις δεν αναιρεί την ύπαρξη αυτών κατά το χρονικό διάστημα που πραγματοποιήθηκαν οι επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις της.».
Απόφαση 4361/2020 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών
Με την υπ’ αριθμ. 4361/2020 Απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών επί προσφυγής εταιρείας παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών κατά απόφασης της Αρχής με την οποία επεβλήθη διοικητικό πρόστιμο λόγω αποστολής αναλυτικής κατάστασης κλήσεων συνδρομητή σε τρίτο, μη δικαιούμενο να λάβει γνώση αυτής πρόσωπο, το Δικαστήριο έκανε δεκτά τα εξής: «… το απόρρητο της επικοινωνίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος, εκτείνεται στο σύνολο του επικοινωνιακού γεγονότος, καλύπτοντας τόσο το περιεχόμενο της επικοινωνίας όσο και τα συναφώς παραγόμενα δεδομένα επικοινωνίας, που προσδιορίζουν τις συνθήκες επικοινωνίας και την εξατομικεύουν … Με βάση λοιπόν τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία περί απορρήτου των επικοινωνιών, το Δικαστήριο κρίνει ότι η αποστολή από την προσφεύγουσα εταιρεία του αναλυτικού λογαριασμού κλήσεων της ανωτέρω συνδρομήτριας σε τρίτο πρόσωπο, κατόπιν τηλεφωνικού αιτήματος αυτού, εν αγνοία της ιδίας, δεν διασφαλίζει την προστασία του απορρήτου των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας της συνδρομήτριας αυτής. Συνεπώς, στοιχειοθετείται η παράβαση των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας …ανεξαρτήτως του αν ενδεχομένως το τρίτο αυτό πρόσωπο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, δεν έλαβε τελικώς τον φάκελο….».
Απόφαση 4052/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών
Με την υπ’ αριθμ. 4052/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, έγινε δεκτό ότι «…η διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών αποτελεί υποχρέωση του παρόχου στο κοινό τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, ο οποίος οφείλει να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την αποφυγή οποιασδήποτε περίπτωσης παραβίασής του, όπως ρητά προβλέπεται και στο άρθρο 2 του ν. 3674/2008, στο οποίο ορίζεται ότι ο πάροχος ευθύνεται για την ασφάλεια των υπό την εποπτεία του χώρων, εγκαταστάσεων, συνδέσεων και συστημάτων υλικού και λογισμικού. Περαιτέρω, η Πολιτική Ασφάλειας της προσφεύγουσας δεν αφορά μέτρα που συγκεκριμενοποιούνται με τέτοιο λεπτομερειακό τρόπο, ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ΑΔΑΕ απαιτεί τη λήψη μέτρων τα οποία δεν έχει εγκρίνει, ενώ η ΑΔΑΕ στο πλαίσιο άσκησης των οριζόμενων στο άρθρο 6 του ν. 3115/2003 αρμοδιοτήτων της, δεν εμποδίζεται να ελέγξει και να χαρακτηρίσει ως ανεπαρκή ή αναποτελεσματικά τα μέτρα που εφαρμόζει ο πάροχος για τη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας, ιδίως ενόψει διαπιστωθέντων περιστατικών προσβολής του απορρήτου…». Ομοίως έχει κρίνει και η υπ’ αριθμ. 2364/2022 Απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Αποφάσεις 3598, 4303 και 4304/2018 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών
Με τις υπ’ αριθμ. 3598, 4303 και 4304/2018 Αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, επί προσφυγών εταιρείας παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά αποφάσεων της ΑΔΑΕ, με τις οποίες είχαν επιβληθεί διοικητικές κυρώσεις για παράβαση της κείμενης νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών, το Δικαστήριο επικύρωσε τις σχετικές αποφάσεις της Αρχής, επισημαίνοντας, εξάλλου, τα εξής:
«…η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 εδ. β του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας αναφέρεται σε προθεσμίες που προβλέπονται ρητώς από ειδικές διατάξεις της κείμενης διοικητικής νομοθεσίας για την έκδοση δυσμενών ατομικών διοικητικών πράξεων, καθιερώνοντας στις περιπτώσεις αυτές κατά χρόνο περιορισμό της ασκούμενης διοικητικής αρμοδιότητας εντός των ανωτέρω αποκλειστικών προθεσμιών. Ως εκ τούτου, η ανωτέρω διάταξη …δεν δύναται να συσχετισθεί και να τύχει εφαρμογής επί της διατάξεως του άρθρου 2 του ίδιου Κώδικα, η οποία, αποσκοπούσα μόνο στην επιτάχυνση των διοικητικών ενεργειών, δεν θεσπίζει γενική αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών για την έκδοση δυσμενών διοικητικών πράξεων, η υπέρβαση της οποίας θα καθιστούσε την οικεία αρχή άνευ ετέρου αναρμόδια κατά χρόνο, αλλά υπόδειξη προς τη Διοίκηση για την εντός ευλόγου χρόνου ολοκλήρωση των αυτεπάγγελτων ενεργειών της. Τα ανωτέρω ισχύουν και για την άσκηση της αρμοδιότητας επιβολής διοικητικών κυρώσεων από την ΑΔΑΕ…, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν τάσσει ειδικώς προθεσμία εντός της οποίας η ΑΔΑΕ οφείλει να εκδίδει τις σχετικές πράξεις.» (ομοίως και η 4305/2018 Διοικ. Εφετείο Αθηνών).
«…σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 εδ. τελευταίο του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, το υιοθετούμενο μέτρο πρέπει να λαμβάνεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από την ακρόαση του ενδιαφερομένου. … Για τον προσδιορισμό δε των ακραίων ευλόγων ορίων που πρέπει να τηρούνται, λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις της υπό διερεύνηση υπόθεσης και ιδίως η τυχόν πολυπλοκότητα του πραγματικού αυτής και τα ανακύπτοντα ζητήματα ερμηνείας των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου. ….Πάντως η μη τήρηση της αρχής αυτής ασκεί επιρροή επί του κύρους της διοικητικής διαδικασίας και της σχετικής αποφάσεως, μόνον όταν αποδεικνύεται ότι η παρέλευση υπερβολικού χρόνου είχε επίπτωση στην ικανότητα των ενδιαφερόμενων να αμυνθούν αποτελεσματικά, άλλως συνεπάγεται απλώς μείωση των προβλεπόμενων κυρώσεων….» (ομοίως και η 4305/2018 Διοικ. Εφετείο Αθηνών).
Τέλος, το Δικαστήριο έκανε δεκτό το γεγονός ότι «…από τη γραμματική διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 3674/2008 προκύπτει ότι εποπτευόμενες από την προσφεύγουσα εγκαταστάσεις (υποδομές) δεν είναι μόνο εκείνες που βρίσκονται εντός των κτιριακών εγκαταστάσεων …, αλλά και εκείνες που βρίσκονται σε δημόσιους χώρους… αφού οι εγκαταστάσεις αυτές ανήκουν σε αυτήν και εξυπηρετούν το σκοπό της για παροχή υπηρεσιών τηλεφωνίας….», καθώς και ότι «…η ΑΔΑΕ, στο πλαίσιο άσκησης των οριζόμενων στο άρθρο 6 του Ν. 3115/2003 αρμοδιοτήτων της, δεν εμποδίζεται να ελέγξει και να χαρακτηρίσει ως ανεπαρκή ή αναποτελεσματικά τα μέτρα που εφαρμόζει ο πάροχος για τη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας, ιδίως ενόψει διαπιστωθέντων περιστατικών προσβολής του απορρήτου…».
Απόφαση 1593/2016 του Συμβουλίου της Επικρατείας
Με την υπ’ αριθμ. 1593/2016 Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας(Δ΄ Τμήμα επταμελούς σύνθεσης) έγινε δεκτό ότι με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος «…το απόρρητο της επικοινωνίας προστατεύεται έναντι πάντων (ιδιωτών ή φορέων δημόσιας εξουσίας), από κάθε είδους προσβολή και εκτείνεται στο σύνολο του επικοινωνιακού γεγονότος, καλύπτει, δηλαδή, όχι μόνο το περιεχόμενο της επικοινωνίας (φωνή, κείμενο, εικόνα, ήχο, ιστοσελίδα κ.λπ.), αλλά και τα συναφώς παραγόμενα δεδομένα επικοινωνίας (εφεξής δεδομένα επικοινωνίας) που προσδιορίζουν τις συνθήκες επικοινωνίας και την εξατομικεύουν (όπως πληροφορίες για τον τόπο, το χρόνο, τη διάρκεια, τη μορφή και το είδος επικοινωνίας, στοιχεία προσδιοριστικά του μέσου με το οποίο διεξήχθη η επικοινωνία, στοιχεία ταυτότητας και διευθύνσεων επικοινωνούντων μερών κ.λπ.). …Συναφώς δε, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) έχει κρίνει, κατά την ερμηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. που κατοχυρώνει το δικαίωμα σεβασμού της επικοινωνίας και της ιδιωτικής ζωής, ότι όχι μόνο η παρακολούθηση του περιεχομένου της επικοινωνίας, αλλά και η συλλογή, αποθήκευση και γνωστοποίηση των παραγόμενων δεδομένων επικοινωνίας (π.χ. αριθμοί εισερχομένων και εξερχομένων τηλεφωνικών κλήσεων, ημερομηνία και διάρκεια τηλεφωνικών συνδιαλέξεων), τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της επικοινωνίας συνιστούν επέμβαση στην απόλαυση των ανωτέρω δικαιωμάτων….».