Πριν υποβάλλετε κάποιο ερώτημα μπορείτε να ελέγξετε την παρακάτω λίστα με τις συχνές ερωτήσεις. Ίσως το ερώτημά σας να έχει ήδη απαντηθεί.
Εδώ μπορείτε να βρείτε απαντήσεις σε γενικές ερωτήσεις που αφορούν στη λειτουργία και τις υπηρεσίες του συνδέσμου. Αν ενδιαφέρεστε για ερωτήσεις που αφορούν στους παρόχους υπηρεσιών επικοινωνιών επιλέξτε τον ακόλουθο σύνδεσμο: ερωτήσεις παρόχων
- Η Πολιτεία η οποία θεσπίζει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο προσαρμόζει στις εκάστοτε τεχνολογικές εξελίξεις, για την προάσπιση του απορρήτου των επικοινωνιών. Εντός του παραπάνω θεσμικού πλαισίου συστάθηκε η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), κατ’ εντολή του άρθρου 19 του Συντάγματος.
- Οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών επικοινωνιών (ηλεκτρονικών επικοινωνιών, παροχής δικτύου και ταχυδρομικών υπηρεσιών)
Οι εταιρείες αυτές οφείλουν να προστατεύουν το απόρρητο των επικοινωνιών για τις υπηρεσίες που παρέχουν και να ενημερώνουν τους χρήστες /συνδρομητές τους για πιθανούς κινδύνους και τα ενδεικνυόμενα μέτρα αυτοπροστασίας. - Οι χρήστες και οι συνδρομητές ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αφού συνειδητοποιήσουν ότι οι ίδιοι αποτελούν ένα κρίσιμο παράγοντα ασφάλειας δικτύων και πληροφοριών, πρέπει να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα αυτοπροστασίας.
-
Έχει διοικητική αυτοτέλεια, δεν υπόκειται δηλαδή σε ιεραρχικό έλεγχο από τον καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργό ή από οποιοδήποτε άλλο όργανο της εκτελεστικής εξουσίας.
-
Η ΑΔΑΕ υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο κατά τον τρόπο και τη διαδικασία που προβλέπεται κάθε φορά από τον Κανονισμό της Βουλής. Αυτό σημαίνει ότι η ΑΔΑΕ, όπως και οι άλλες συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, εκφεύγει του ιεραρχικού ελέγχου και της εποπτείας της κεντρικής διοίκησης και υπόκειται μόνο σε δικαστικό έλεγχο.
-
Τα μέλη της απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, σύμφωνα με το άρθρο 101Α του Συντάγματος και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δεσμεύονται μόνο από το Νόμο και τη συνείδηση τους. Η προσωπική ανεξαρτησία προστατεύει τα μέλη των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών από οποιαδήποτε παρέμβαση σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων τους, ενώ βάσει της λειτουργικής ανεξαρτησίας οι ανεξάρτητες αρχές προστατεύονται έναντι των άλλων λειτουργιών (νομοθετική, εκτελεστική), ώστε τα μέλη τους να διατηρούν αμεροληψία και να παραμένουν ανεπηρέαστα από εξωτερικές πιέσεις.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στους νόμους. 3115/2003, 3472/2006, 4024/2011 και 4509/2017 όπως ισχύουν, η ΑΔΑΕ συγκροτείται από την Ολομέλεια και στελεχώνεται από το προσωπικό της ως ακολούθως:
Α) Η Ολομέλεια της Αρχής αποτελείται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και άλλα πέντε μέλη, καθώς και από τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι διαθέτουν τις ίδιες αρμοδιότητες και τα ίδια προσόντα. Όλα τα παραπάνω πρόσωπα επιλέγονται από τη Βουλή και, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 101 Α του Συντάγματος, πρέπει να τυγχάνουν ευρείας κοινωνικής αποδοχής. Επιπροσθέτως, πρέπει να διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα είτε στον τεχνικό τομέα των επικοινωνιών είτε στον νομικό τομέα.
Β) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 3115/2003 «Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών» για τη στελέχωση της ΑΔΑΕ είχαν αρχικά συσταθεί 40 θέσεις προσωπικού. Με νεότερες ρυθμίσεις του Ν. 4024/2011 καταργήθηκαν δύο εξ αυτών των θέσεων. Κατόπιν της διάταξης του αρ. 37 παρ. 3 του Ν. 4509/2017, προβλέπονται τα εξής: Για τη στελέχωση της ΑΔΑΕ συνιστώνται συνολικά πενήντα (50) θέσεις, από τις οποίες οι είκοσι τέσσερις (24) είναι θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού, οι είκοσι τρεις (23) θέσεις τακτικού προσωπικού, οι δύο (2) θέσεις δικηγόρων παρ` Εφέταις ή παρ` Αρείω Πάγω με έμμισθη εντολή και μία (1) θέση νομικού συμβούλου.
Η δράση της ΑΔΑΕ διέπεται από τις αρχές της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας.
Η ΑΔΑΕ έχει ελεγκτικές, γνωμοδοτικές και κανονιστικές αρμοδιότητες, ενώ παράλληλα συλλέγει πληροφορίες σχετικές με την αποστολή της και επιβάλλει κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβάσεως της σχετικής κείμενης νομοθεσίας.
Συγκεκριμένα η ΑΔΑΕ έχει, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 3115/2003, όπως ισχύει, τις παρακάτω αρμοδιότητες:
-
Διενεργεί, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας τακτικούς και έκτακτους ελέγχους σε εγκαταστάσεις, τεχνικό εξοπλισμό, αρχεία, τράπεζες δεδομένων και έγγραφα της ΕΥΠ, άλλων δημοσίων υπηρεσιών, οργανισμών, επιχειρήσεων του ευρύτερου δημοσίου τομέα, καθώς και ιδιωτικών επιχειρήσεων που ασχολούνται με ταχυδρομικές, τηλεπικοινωνιακές ή άλλες υπηρεσίες σχετικές με την ανταπόκριση και την επικοινωνία. Οι έλεγχοι διενεργούνται από τα μέλη και το προσωπικό της ΑΔΑΕ προκειμένου να διαπιστωθεί η σωστή εφαρμογή των πολιτικών ασφάλειας που επιβάλλεται να εφαρμόζουν οι πάροχοι ή για τη διαπίστωση παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας.
-
Λαμβάνει πληροφορίες σχετικές με την αποστολή της από τις προαναφερθείσες υπηρεσίες, οργανισμούς και επιχειρήσεις, καθώς και από τους εποπτεύοντες Υπουργούς.
-
Καλεί σε ακρόαση τις παραπάνω υπηρεσίες, οργανισμούς, νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις και κάθε άλλο πρόσωπο, που κρίνει ότι μπορεί να συμβάλει στην εκπλήρωση της αποστολής της.
-
Προβαίνει σε κατάσχεση των μέσων παραβίασης του απορρήτου που υποπίπτουν στην αντίληψή της κατά την ενάσκηση του έργου της και ορίζεται μεσεγγυούχος αυτών μέχρι να αποφανθούν τα αρμόδια δικαστήρια. Προβαίνει επίσης στην καταστροφή πληροφοριών ή στοιχείων ή δεδομένων, τα οποία αποκτήθηκαν με παράνομη παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών.
-
Εξετάζει καταγγελίες σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων, όταν θίγονται από τον τρόπο και τη διαδικασία άρσης του απορρήτου.
-
Συνεργάζεται με άλλες αρχές της χώρας, με αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών, καθώς και με ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς, για θέματα της αρμοδιότητάς της.
-
Γνωμοδοτεί και απευθύνει συστάσεις και υποδείξεις για τη λήψη μέτρων διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, καθώς και τη διαδικασία άρσης του.
-
Εκδίδει κανονιστικές πράξεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με τις οποίες ρυθμίζεται κάθε διαδικασία και λεπτομέρεια σε σχέση με τις ανωτέρω αρμοδιότητές της καθώς και με την εν γένει διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.
Περισσότερες Πληροφορίες: Ν.3115/2003, άρθρο 6 (ΦΕΚ 47/Α/27.2.2003)
Μια καταγγελία που απευθύνεται στην ΑΔΑΕ πρέπει να εμπεριέχει τα στοιχεία του καταγγέλλοντος, τα πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά στοιχεία καθώς και τους λόγους που στοιχειοθετούν την ισχυριζόμενη παραβίαση του απορρήτου.
Tα έγγραφα που απαιτούνται να υποβληθούν από τον καταγγέλοντα ανά τύπο σύνδεσης και συνδρομητή περιγράφονται στον παρακάτω Πίνακα.
Τύπος Σύνδεσης: |
Έγγραφα: |
|
Ο καταγγέλλων είναι ο ίδιος συνδρομητής της σύνδεσης ή υπηρεσίας (δηλ. έχει σύμβαση με τον πάροχο) |
|
|
Ο καταγγέλλων δεν ταυτίζεται με τον συνδρομητή της σύνδεσης ή υπηρεσίας: |
Α) ο καταγγέλλων είναι αποκλειστικός χρήστης της σύνδεσης ή υπηρεσίας |
|
Β) η σύνδεση χρησιμοποιείται από περισσότερους χρήστες (π.χ. σταθερό τηλέφωνο σε χώρο εργασίας) |
|
|
Ο καταγγέλλων είναι χρήστης σύνδεσης ή υπηρεσίας (π.χ. καρτοκινητό ή ανώνυμη σύνδεση στο Διαδίκτυο, υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) αλλά δεν υφίσταται σύμβαση με τον πάροχο. |
|
|
Δεν αφορά συγκεκριμένη σύνδεση (π.χ. παρατυπίες του παρόχου) |
Δεν απαιτούνται νομιμοποιητικά έγγραφα, αλλά εξετάζεται κατά περίπτωση, ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα της καταγγελίας. |
|
Ανώνυμη καταγγελία |
Εξετάζεται κατά περίπτωση, ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα της καταγγελίας. |
Επίσης, για τις καταγγελίες που αφορούν σε Ταχυδρομικές Υπηρεσίες, ανάλογα με την περίπτωση, υποβάλλονται τα σχετικά με την καταγγελία στοιχεία, όπως για παράδειγμα η απόδειξη παραλαβής για ταχυμεταφορές ή συστημένο γράμμα.
Στην ΑΔΑΕ υποβάλλονται σε πολλές περιπτώσεις καταγγελίες που δεν εντάσσονται στις αρμοδιότητές της. Αυτές περιέχουν για παράδειγμα αιτήματα που αφορούν σε υπερχρεώσεις λογαριασμών, mail εξωτερικού, καθώς και ζητήματα που σχετίζονται με την ονοματοδοσία (domain names). Επίσης, πολλές καταγγελίες αφορούν σε spam, καθώς και στην καταγραφή συνομιλιών σχετικών με επαγγελματικές συναλλαγές. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας κατόπιν διερεύνησης της υπόθεσης αποστέλλεται η καταγγελία στην Αρμόδια αρχή ή Επιτροπή ενώ σε περιπτώσεις που η καταγγελία αφορά σε ιδιωτικούς χώρους αποστέλλεται απαντητική επιστολή στον καταγγέλλοντα. Σε όλες τις περιπτώσεις ο καταγγέλλων ενημερώνεται εγγράφως από την Αρχή.
Οι καταγγελίες που εντάσσονται στις αρμοδιότητες της Αρχής αφορούν κυρίως σε τηλεπικοινωνιακούς παρόχους, παρόχους διαδικτύου και διαδικτυακών υπηρεσιών καθώς και παρόχους ταχυδρομικών υπηρεσιών.
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις που εντάσσονται στις αρμοδιότητες της Αρχής, το αντικείμενο τους αφορά κυρίως τηλεπικοινωνιακούς παρόχους (σταθερούς, κινητούς και ασύρματους), παρόχους διαδικτύου και διαδικτυακών υπηρεσιών (ISP’s, ASP’s) καθώς και ταχυδρομικές υπηρεσίες.
Σε περίπτωση που η ΑΔΑΕ διαπιστώσει παρακολούθηση επικοινωνιών για λόγους διακρίβωσης εγκλημάτων, μπορεί να ενημερώσει τον θιγόμενο, εντός προθεσμίας εξήντα ημερών, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
α) να έχει υποβληθεί αίτημα από τον θιγόμενο,
β) να έχει λήξει το μέτρο της παρακολούθησης,
γ) να υπάρχει σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και
δ) να μην διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διετάχθη το μέτρο.
Σχετικώς εφαρμόζεται το άρ. 6 παρ. 8 του νόμου 5002/2022, σύμφωνα με το οποίο "Η Α.Δ.Α.Ε., μετά τη λήξη ισχύος του μέτρου της άρσης του απορρήτου και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από τον θιγόμενο, του γνωστοποιεί την επιβολή του μέτρου αυτού εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε."
Σε περίπτωση που η ΑΔΑΕ διαπιστώσει παρακολούθηση επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, μετά από εξέταση σχετικής καταγγελίας/ερωτήματος πολίτη, η ΑΔΑΕ δεν νομιμοποιείται να ενημερώσει τον πολίτη σχετικά με την παρακολούθηση αυτή.
Η γνωστοποίηση μπορεί να γίνει μόνο μετά την πάροδο 3 ετών και αφού αποφασίσει η τριμελής επιτροπή που ορίζει ο νόμος 5002/2022 (ΦΕΚ 228Α) με το άρθρο 4 §7, σύμφωνα με το οποίο:
«Μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της διάταξης άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας γνωστοποιείται η επιβολή του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε. Για τη γνωστοποίηση του πρώτου εδαφίου υποβάλλεται σχετικό αίτημα στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), το οποίο διαβιβάζεται στην Ε.Υ.Π. και τη Δ.Α.Ε.Ε.Β.. Η άρση γνωστοποιείται μετά από απόφαση τριμελούς οργάνου, το οποίο αποφασίζει εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών. Στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από την Ε.Υ.Π., το όργανο αποτελείται από τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008, τον δεύτερο εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 2 του άρθρου 4 του παρόντος και τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε.. Στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από τη Δ.Α.Ε.Ε.Β., το όργανο αποτελείται από τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2265/1994, τον δεύτερο εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 2 του άρθρου 4 του παρόντος και τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε.. Του οργάνου προεδρεύει ο ανώτερος ιεραρχικά ή, επί ομοιοβάθμων, ο αρχαιότερος εισαγγελικός λειτουργός. Το όργανο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, με τήρηση απόρρητων συνοπτικών πρακτικών και καταγραφή της γνώμης της μειοψηφίας, εφόσον υφίσταται. Αν αποφασισθεί η ενημέρωση, ο θιγόμενος ενημερώνεται για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του. Δεν επιτρέπεται η υποβολή νέου αιτήματος πριν την πάροδο ενός (1) έτους από την υποβολή του προηγούμενου».
-
Ταχυδρομικώς στη δ/νση: Ιερού Λόχου 3, Μαρούσι 151 24, Αθήνα
-
Με φάξ: +30-210-6387666
-
Αυτοπροσώπως από τον καταγγέλλοντα στην έδρα της ΑΔΑΕ στην ως άνω δ/νση:
Ώρες Υποδοχής 10:00 – 12:00 πμ.
Nομοθεσία περί απορρήτου των επικοινωνιών:
Στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, σύμφωνα με τη νομοθεσία, απόρρητα θεωρούνται:
- Το περιεχόμενο της επικοινωνίας (περιεχόμενο τηλεφωνικών κλήσεων, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και γενικά οποιασδήποτε επικοινωνίας φωνής, εικόνας, δεδομένων).
- Η ταυτότητα του καλούντος και του καλουμένου.
- Η ταυτότητα του αποστολέα και του παραλήπτη ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
- Τα δεδομένα θέσης της τερματικής συσκευής (γεωγραφικός εντοπισμός).
Στις ταχυδρομικές υπηρεσίες, απόρρητα θεωρούνται:
- Το περιεχόμενο της αλληλογραφίας
- Ο αποστολέας
- Ο παραλήπτης
Βλέπε περισσότερα: ΠΔ47/2005, Κεφ.2 «Είδη και Στοιχεία Επικοινωνίας»
Φορείς του δικαιώματος του άρθρου 19 του Συντάγματος είναι όλα τα φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως ιθαγένειας και εθνικότητας και ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για επικοινωνία εντός της χώρας ή με το εξωτερικό. Φορείς του ως άνω δικαιώματος είναι επίσης όλα τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου καθώς και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου στο βαθμό που είναι φορείς συνταγματικών δικαιωμάτων. Σχετικά με τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (π.χ. επιχειρήσεις), η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας συνδέεται με τη διασφάλιση και άλλων δικαιωμάτων, όπως είναι για παράδειγμα η ελεύθερη επιχειρηματική δράση τους.
Αποδέκτες του δικαιώματος είναι τόσο τα όργανα της κρατικής εξουσίας, όσο και οι ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα όπως για παράδειγμα επιχειρήσεις ταχυμεταφορών (courier), εταιρίες σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας κ.λπ.. Αντικείμενο της προστασίας του απορρήτου θεωρείται η ελευθερία της επικοινωνίας και το απόρρητο όλων των μορφών επικοινωνίας.
Πρακτικές συμβουλές για την αυτοπροστασία της επικοινωνίας από τους χρήστες και τους συνδρομητές ηλεκτρονικών επικοινωνιών, περιλαμβάνονται στο Eνημερωτικό έντυπο της ΑΔΑΕ με τίτλο "Προστασία του Απορρήτου των Επικοινωνιών"
Επίσης, μέσω του νέου Διαδικτυακού Κόμβου της ΑΔΑΕ "Ενημέρωση Χρηστών και Συνδρομητών" μπορείτε να ενημερωθείτε περαιτέρω για το απόρρητο των επικοινωνιών, των ταχυδρομικών υπηρεσιών καθώς την ασφάλεια δικτύων και πληροφοριών με πληροφοριακό υλικό που έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο από την ΑΔΑΕ καθώς και από οργανισμούς, φορείς, υπουργεία, ανεξάρτητες αρχές, παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε νομοθετικό επίπεδο σχετικές με το απόρρητο των επικοινωνιών είναι οι ρυθμίσεις του N. 5002/2022 για τη Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων, οι διατάξεις του Ν. 3115/2003, με τον οποίο συστάθηκε η ΑΔΑΕ, του Ν. 3471/2006, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, με το οποίο ρυθμίζονται θέματα προστασίας δεδομένων προσωπικών χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και οι διατάξεις του Ν. 3674/2008 σχετικά με τη διασφάλιση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Σχετικά είναι και τα οριζόμενα στις διατάξεις του Ν. 4070/2012, η απόφαση υπ' αριθμ. 99/2017 (ΦΕΚ 4073/Β'/23.11.2017), ο Ν. 4411/2016, καθώς και ο Ν. 4055/2012.
Νομοθετικές διατάξεις σχετικές με το απόρρητο των επικοινωνιών περιλαμβάνονται επίσης και στον Ποινικό Κώδικα, και ειδικότερα στα άρθρα 248-250 ΠΚ και 370-370Α, όπως ισχύουν, στα οποία προβλέπονται κυρώσεις για ταχυδρομικούς υπαλλήλους και υπαλλήλους τηλεπικοινωνιακών οργανισμών σε περίπτωση παραβίασης του απορρήτου των επιστολών και των τηλεφωνημάτων, αντίστοιχα.
Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι μια κατ’ εξαίρεση επιτρεπόμενη διαδικασία, βάσει της οποίας τα στοιχεία της επικοινωνίας, τα οποία είναι καταρχήν απόρρητα, καθίστανται γνωστά σε συγκεκριμένες Αρχές και για συγκεκριμένους λόγους.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, η άρση αυτή είναι δυνατόν να ισχύσει για τη δικαστική αρχή και όχι έναντι της διοίκησης για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
Η συγκεκριμένη διαδικασία για την πραγμάτωση της συνταγματικής επιταγής εξειδικεύεται στο N. 5002/2022 και στο ΠΔ 47/2005.
Σύμφωνα με τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 19, άρση του απορρήτου γίνεται για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
Οι προαναφερθέντες λόγοι εξειδικεύονται με τις διατάξεις του ν. 2225/1994, όπως ισχύει, ο οποίος περιλαμβάνει και κατάλογο των εγκλημάτων για τη διακρίβωση των οποίων μπορεί να διαταχθεί με διάταξη του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου η άρση του απορρήτου.
Στην άρση του απορρήτου πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση η αρχή της αναλογικότητας και η άρση να λαμβάνει χώρα μόνον εντός των ρητά προβλεπομένων χρονικών ορίων (άρθρο 5 ν. 2225/1994).
Τις διαδικασίες, τις τεχνικές και τις οργανωτικές ρυθμίσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών προβλέπουν, εξειδικεύοντας τη διάταξη του άρθρου 19 του Συντάγματος, οι διατάξεις του ν. 5002/2022 και του ΠΔ 47/2005, όπως ισχύουν.
Ειδικότερα ο ν. 5002/2022, όπως ισχύει, προβλέπει τη διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, τη προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών από λογισμικά παρακολούθησης, την οργανική και λειτουργική αναβάθμιση του επιπέδου κυβερνοασφάλειας στη χώρα και την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Το ΠΔ 47/2005, όπως ισχύει, προβλέπει τα είδη αλλά και τα επιμέρους στοιχεία της επικοινωνίας, τα οποία μπορεί να αφορά η άρση του απορρήτου. Προβλέπει επίσης τα μέσα και τις μεθόδους πραγμάτωσης της άρσης, καθώς και τις σχετικές υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών και δικτύων επικοινωνίας.
Η ΑΔΑΕ παραλαμβάνει τις διατάξεις του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου που επιβάλλουν την άρση του απορρήτου και ελέγχει την τήρηση των όρων και της διαδικασίας.
Μπορείτε να ενημερωθείτε από την ακόλουθη απόφαση της Αρχής: "Απάντηση σε ερώτημα αναφορικά με τη γνωστοποίηση των εισερχόμενων κλήσεων στους καλούμενους συνδρομητές."
Κατεβάστε την απόφαση από τον ακόλουθο σύνδεσμο: Απόφαση υπ'αριθμ. 24/2009 (27/01/2009) (.pdf)
Μπορείτε να ενημερωθείτε από την ακόλουθη απόφαση της ΑΔΑΕ: "Απάντηση σε ερώτημα αναφορικά με τον τρόπο χειρισμού αιτημάτων συνδρομητών εταιρείας παροχής υπηρεσιών διαδικτύου που ζητούν πληροφορίες αναφορικά με τις διευθύνσεις IP από τις οποίες έχει γίνει χρήση του προσωπικού τους λογαριασμού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (user mail account)".
Κατεβάστε την απόφαση 25/2019 από τον ακόλουθο σύνδεσμο: Απόφαση υπ'αριθμ. 25/2009 (27/01/2009) (.pdf)
Σύμφωνα με το Π.Δ. 47/2005, όπως ισχύει, η άρση του απορρήτου δεν αφορά την δια ζώσης επικοινωνία, αλλά κάθε είδους επικοινωνία, η οποία διεξάγεται μέσω δικτύου επικοινωνίας ή παρόχου υπηρεσιών επικοινωνιών και την οποία χρησιμοποιεί ο συνδρομητής ή χρήστης κατά του οποίου λαμβάνεται το μέτρο της άρσης. Ειδικότερα τα είδη και οι μορφές επικοινωνίας που υπόκεινται σε άρση του απορρήτου είναι οι ακόλουθες:
-
Επιστολογραφία, δηλ. επιστολές, δέματα, τηλεγραφήματα, επιταγές, κλπ.
-
Τηλετυπική επικοινωνία.
-
Τηλεφωνική επικοινωνία, σταθερή και κινητή.
-
Επικοινωνία δεδομένων μέσω δικτύων δεδομένων.
-
Επικοινωνία μέσω Διαδικτύου.
-
Ασυρματική επικοινωνία, δηλ. σταθερή ασύρματη επικοινωνία, επικοινωνία κλειστών ομάδων κ.α.
-
Δορυφορική επικοινωνία.
-
Επικοινωνία κάθε μορφής μέσω μισθωμένων κυκλωμάτων.
-
Υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας, οι οποίες υπερτίθενται επί των προηγουμένων μορφών επικοινωνίας όπως:
-
Ο αυτόματος τηλεφωνητής.
-
Τα τηλεομοιτυπήματα (fax).
-
Τα γραπτά μηνύματα (sms/mms).
-
Οι υπηρεσίες πληροφοριών.
-
Το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail).
-
Η πρόσβαση σε ιστοσελίδες.
-
Η πρόσβαση σε βάση δεδομένων.
-
Οι ηλεκτρονικές συναλλαγές.
-
Οι τηλεδιασκέψεις.
-
Οι πληροφορίες καταλόγου.
-
Οι υπηρεσίες εκτάκτου ανάγκης.
-
-
Οι συνδυασμένες μορφές επικοινωνίας που περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας από τις παραπάνω επικοινωνίες, όπως είναι π.χ. η πρόσβαση σε δίκτυα δεδομένων ή σε δίκτυα Internet από το Επιλεγόμενο Δημόσιο Τηλεφωνικό Δίκτυο (PSTN).
Οι διοικητικές κυρώσεις που μπορεί να επιβάλλει η ΑΔΑΕ σε περίπτωση παραβάσεως της κείμενης νομοθεσίας σε σχέση με το απόρρητο των επικοινωνιών ή τους όρους και τις διαδικασίες άρσης του προβλέπονται στο άρθρο 11 του ν. 3115/2003, όπως ισχύει. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται στο υπαίτιο νομικό ή φυσικό πρόσωπο με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση της ΑΔΑΕ αφού προηγουμένως έχει κληθεί για παροχή εξηγήσεων είναι οι ακόλουθες:
Α. Σύσταση για συμμόρφωση σε συγκεκριμένη διάταξη της νομοθεσίας με προειδοποίηση επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση υποτροπής, και
B. Πρόστιμο από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (1.500.000) ευρώ.
Η ΑΔΑΕ δύναται να επιβάλλει μία ή περισσότερες από τις ως άνω κυρώσεις.
Διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται από την ΑΔΑΕ προβλέπονται και από το άρθρο 11 του ν. 3674/2008 ειδικά για τις περιπτώσεις παραβιάσεων διατάξεων του νόμου αυτού, που αφορούν στο απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Οι διοικητικές αυτές κυρώσεις είναι ειδικότερα:
Α. Σύσταση για συμμόρφωση μέσα στα χρονικά όρια της τασσόμενης προθεσμίας με προειδοποίηση επιβολής προστίμου σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης,
Β. Πρόστιμο από 20.000 ευρώ έως 5.000.000 ευρώ και
Γ. Αναστολή από ένα μήνα έως ένα έτος ή οριστική ανάκληση του δικαιώματος παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας.
Οι κυρώσεις της σύστασης και του προστίμου επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση της ΑΔΑΕ αφού έχει προηγηθεί κλήση του ενδιαφερομένου για παροχή εξηγήσεων. Αν η ΑΔΑΕ κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί κύρωση αυστηρότερη του προστίμου, διαβιβάζει το φάκελο υπόθεσης στην ΕΕΤΤ, η οποία δύναται με απόφασή της να επιβάλει την κύρωση της αναστολής ή ανάκλησης του δικαιώματος παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας αφού προηγουμένως καλέσει τον ενδιαφερόμενο για παροχή εξηγήσεων για την κύρωση που του επιβλήθηκε. Εφόσον η ΕΕΤΤ κρίνει ότι δεν είναι προσήκουσα η επιβολή της κύρωσης της αναστολής ή ανάκλησης του προαναφερθέντος δικαιώματος παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας, επιστρέφει το φάκελο στην ΑΔΑΕ για την επιβολή ηπιότερης κυρώσεως.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ 1. του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων.
Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεσή του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές. Εξάλλου, οι αποφάσεις της ΑΔΑΕ μπορούν σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 3115/2003, όπως ισχύει, να ανακοινώνονται δημοσίως, εκτός αν αφορούν την εθνική άμυνα ή τη δημόσια ασφάλεια.
Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι πολίτες μπορούν στα πλαίσια αυτά να έχουν πρόσβαση στα αποσπάσματα πρακτικών των συνεδριάσεων της Ολομέλειας που αφορούν στην υπόθεσή τους, καθώς και στους φακέλους των υποθέσεων που διεκπεραιώθηκαν από την ΑΔΑΕ.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο η ΑΔΑΕ οφείλει να μην αποκαλύπτει πληροφορίες και δεδομένα για φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία ενδέχεται να προσβάλλουν την προσωπικότητά τους ή να επηρεάσουν δυσμενώς την επαγγελματική ή την κοινωνική τους θέση, εκτός αν προκύπτει σχετική υποχρέωσή της από τον νόμο.
Στην περίπτωση που επιθυμείτε να ενημερωθείτε και για την ταυτότητα του κακοβούλως καλούντος συνδρομητή ή χρήστη, αυτό θα πρέπει να διαταχθεί από τον αρμόδιο κατά περίπτωση τακτικό ανακριτή ή εισαγγελέα με ειδική παραγγελία προς τους παρόχους, στο πλαίσιο τακτικής ανάκρισης ή προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης κατόπιν σχετικής εγκλήσεως.
Περισσότερες λεπτομέρειες για τη διαδικασία αυτή μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα της ΑΔΑΕ, στην ενότητα «Νομοθετικό Πλαίσιο», όπου είναι αναρτημένη η Πράξη της ΑΔΑΕ(απόφαση υπ’ αριθμ. 159/2006, ΦΕΚ 1853Β/21.12.2006) και η τροποποίηση της υπ'αριθμ. 2322/11.12.2006 Πράξης της Αρχής (απόφαση υπ'αριθμ. 234/2009, ΦΕΚ 2359Β/20.11.2009) που αφορά στην εξουδετέρωση της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων, ρυθμίζοντας τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθεί ο αιτών, καθώς και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν στο πλαίσιο αυτό για τους φορείς παροχής δημοσίου δικτύου ή διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Η ΑΔΑΕ, ήδη από το έτος 2004 πρότεινε την εκπόνηση ολοκληρωμένης «Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας Δικτύων και Πληροφοριών» επισημαίνοντας την αναγκαιότητα ύπαρξης σχεδιασμού πολιτικής σχετικά με την ασφάλεια ηλεκτρονικών δικτύων και πληροφοριακών συστημάτων που είναι στρατηγικής σημασίας για τη χώρα. Κατά τη διάρκεια των ετών η ΑΔΑΕ έχει επίσης επανειλημμένα τονίσει την απουσία θεσμικού πλαισίου για τον έλεγχο της ασφάλειας των δικτύων, των κρίσιμων υποδομών, των δικτύων των επιχειρήσεων, των οργανισμών και των δικτύων των υπουργείων.
Με απόφαση του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, εγκρίθηκε στις 7/3/2018 η Εθνική Στρατηγική Κυβερνοασφάλειας.
Μπορείτε να κατεβάσετε την Εθνική Στρατηγική Κυβερνοασφάλειας: ΕΔΩ
Στο εγχειρίδιο «Ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων» που εκπονήθηκε από τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Συμβούλιο της Ευρώπης, σε συνεργασία με τη Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που εκδόθηκε το 2014 μπορείτε να ενημερωθείτε για θέματα απορρήτου των επικοινωνιών και για ζητήματα προστασίας των δεδομένων βάσει τόσο του ενωσιακού δικαίου όσο και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το εγχειρίδιο εξηγεί το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τον εν λόγω τομέα δυνάμει του ενωσιακού δικαίου, της ΕΣΔΑ και της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ) για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (Σύμβαση 108) και άλλων πράξεων του ΣτΕ. Το δίκαιο της ΕΕ περιέχει τις νομοθετικές πράξεις, τις συναφείς διατάξεις των Συνθηκών και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ερμηνεύονται στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ, γνωστού έως το 2009 ως ΔΕΚ, Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων).
Τα κύρια σημεία αναφορικά με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες τα οποία αναφέρονται στο εγχειρίδιο είναι τα κάτωθι:
- συγκεκριμένοι κανόνες για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, με ιδιαίτερη αναφορά στις τηλεφωνικές υπηρεσίες, οι οποίες περιέχονται στη Σύσταση του ΣτΕ από το 1995,
- επεξεργασία προσωπικών δεδομένων όσον αφορά την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών σε επίπεδο ΕΕ, η οποία ρυθμίζεται με την Οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες,
- το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν καλύπτει μόνο το περιεχόμενο των επικοινωνιών, αλλά και τα δεδομένα κίνησης, π.χ. πληροφορίες για το ποιος επικοινώνησε με ποιον, πότε και για πόση ώρα, καθώς και τα δεδομένα θέσης, π.χ. από πού έγινε η επικοινωνία.
Οι πιθανότητες αθέμιτων παρεμβάσεων στην προσωπική σφαίρα των χρηστών των δικτύων τηλεπικοινωνιών είναι ιδιαίτερα αυξημένες, καθώς τα εν λόγω δίκτυα παρέχουν
πρόσθετες τεχνικές δυνατότητες υποκλοπής και παρακολούθησης των επικοινωνιών που εκτελούνται μέσω αυτών. Ως εκ τούτου, κρίθηκε αναγκαίο να θεσπιστούν ειδικοί
κανονισμοί για την προστασία των προσωπικών δεδομένων οι οποίοι θα ανταποκρίνονται στους ιδιαίτερους κινδύνους τους οποίους διατρέχουν οι χρήστες τηλεπικοινωνιακών
υπηρεσιών.
Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της Οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Δεδομένων) και στα αγγλικά (General Data Protection Regulation - GDPR), τέθηκε σε υποχρεωτική εφαρμογή την 25 Μαΐου 2018 για όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε τον Κανονισμό το 2016, για την παροχή καθολικών και υψηλού επιπέδου κανόνων προστασίας δεδομένων σε ολόκληρη την ΕΕ. Ο νέος Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), ρυθμίζει την επεξεργασία από άτομο, εταιρεία ή οργανισμό των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν άτομα στην ΕΕ.
Ο ΓΚΠΔ έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι οι πολίτες θα μπορούν να ελέγχουν το είδος των προσωπικών δεδομένων που μοιράζονται με τις εταιρείες και για ποιους σκοπούς.
Στον διαδικτυακό κόμβο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διατίθενται πληροφορίες αναφορικά με την εφαρμογή του Κανονισμού.
Επίσης, σχετικά με τα δικαιώματά των πολιτών στο πλαίσιο της εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και άλλες πληροφορίες διατίθενται στον ιστότοπο της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων στον ακόλουθο σύνδεσμο.
ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΥΘΥΝΗΣ
Οι ανωτέρω πληροφορίες έχουν συλλεγεί ενδεικτικά με σκοπό την ενημέρωση του επισκέπτη/χρήστη της ΔΠ και την κατανόηση βασικών εννοιών που συνδέονται με το απόρρητο των επικοινωνιών. Από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο μπορεί να προκύπτουν και περαιτέρω υποχρεώσεις, οι οποίες δεν αναφέρονται στην παρούσα ΔΠ.
Ως εκ τούτου, το κείμενο αυτό δεν δεσμεύει την ΑΔΑΕ, η οποία δύναται, βάσει των δεδομένων της διεθνούς πρακτικής και στα πλαίσια του εκάστοτε ισχύοντος κοινοτικού και εθνικού νομικού πλαισίου, να υιοθετήσει διαφορετική ερμηνεία / στάση επί των επιμέρους εννοιών / ζητημάτων που άπτονται του απορρήτου των επικοινωνιών.